κοιτῶνες

κοιτῶνες
κοιτών
bed-chamber
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ευθάλαμος — εὐθάλαμος, ον (Α) (για την Αφροδίτη) αυτή που ευλογεί τους γαμήλιους κοιτώνες …   Dictionary of Greek

  • σπαθαροκουβικουλάριος — ο, ΝΜ (στο Βυζ.) συν. στον πληθ. οι σπαθαροκουβικουλάριοι ευνούχοι που έφεραν τον τίτλο τού σπαθαρίου και υπηρετούσαν στα διαμερίσματα τού παλατιού, όπου βρίσκονταν οι κοιτώνες τών αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθάριος «τιμητικός τίτλος» +… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”